dwangarbeid - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dwangarbeid - translation to Αγγλικά


dwangarbeid         
n. hard labor, rigorous physical work; forced labor of convicted criminals as part of their punishment
penal servitude         
  • Prisoners picking oakum at [[Coldbath Fields Prison]] in London, circa 1864
  • Convict labourers in [[Australia]] in the early 20th century
  • Convicts leased to harvest timber in Florida, circa 1915
  • 280px
  • Inmates sewing in a [[Brazil]]ian prison
  • Pentonville Prison]], London, 1895
WORK THAT PRISONERS ARE REQUIRED TO PERFORM
Penal labor; Hard labour; Hard labor; Prison labor; Prison labour; Penal servitude; Convict labor; Convict Labor; Convict labour; Penal Labour; Community restitution; Rigorous imprisonment; Hard labor gang; Penal slavery; Prison slave labor; Penal labourer; Orange-collar; Penal Servitude; Prisoner labor; Penal labour in China
dwangarbeid
dwangarbeider      
n. convict

Βικιπαίδεια

Dwangarbeid
Onder dwangarbeid wordt arbeid verstaan die mensen onder bedreiging van straf, tegen hun wil, verrichten. Deze definitie is in 1930 vastgelegd door de Internationale Arbeidsorganisatie (ILO).